τεταρτημόριο
Προφορά
Ετυμολογία
τεταρτημόριο αρχαία ελληνική τεταρτημόριον
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το τεταρτημόριο
✦ το ένα από τα τέσσερα μέρη διαιρεμένου όλου
✦ (μουσ.) διάστημα που χωρίζει το ημιτόνιο σε δύο ίσα μέρη
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–