τεταμένος
Προφορά
Ετυμολογία
τεταμένος μτχ. παθ. πρκμ. του ρήματος τείνω
Ερμηνεία
τεταμένος
✦ -η, -ο μτχ. ως επίθ. (Κ -η, -ον) (για σχέσεις προσ., ομάδων ή κρατών) που τείνει σε ρήξη, σε σύγκρουση: τεταμένες σχέσεις
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–