τεστοστερόνη


τεστοστερόνη
Προφορά

Ετυμολογία
τεστοστερόνη └αγγλ┘testosterone

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η τεστοστερόνη

(βιολ.) στεροειδής, ανδρογόνος ορμόνη που παράγεται κυρίως στους όρχεις, και ευθύνεται για την ανάπτυξη των γεννητικών οργάνων, και καθορίζει την εμφάνιση των δευτερογενών χαρακτηριστικών του φύλου

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.