τεστοστερόνη
Προφορά
Ετυμολογία
τεστοστερόνη └αγγλ┘testosterone
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η τεστοστερόνη
✦ (βιολ.) στεροειδής, ανδρογόνος ορμόνη που παράγεται κυρίως στους όρχεις, και ευθύνεται για την ανάπτυξη των γεννητικών οργάνων, και καθορίζει την εμφάνιση των δευτερογενών χαρακτηριστικών του φύλου
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–