τεστ
Προφορά
Ετυμολογία
τεστ └αγγλ┘test
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└άκλιτο┘ το τεστ
✦ είδος δοκιμασίας για την εξακρίβωση της πνευματικής ή σωματικής ικανότητας ενός ατόμου
✦ έλεγχος των γνώσεων ενός ατόμου ιδ. μαθητή σε ορισμένο τομέα, πρόχειρο διαγώνισμα
✦ διαδικασία με την οποία γίνεται έλεγχος των φυσικών ιδιοτήτων ουσίας ή υλικού, των ικανοτήτων μιας μηχανής κτλ., για να εκτιμηθεί η καταλληλότητά τους για ορισμένο σκοπό
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–