τεσσαρακοστός


τεσσαρακοστός
Προφορά

Ετυμολογία
τεσσαρακοστός αρχαία ελληνική τεσσαρακοστός

Ερμηνεία
επίθετο┘ τεσσαρακοστός -ή, -ό

✦ που κατέχει σε σειρά ή τάξη τον αριθμό 40
✦ θηλ. η τεσσαρακοστή ως ουσ., βλ. σαρακοστή
✦ ουδ. το τεσσαρακοστό(ν), το ένα από τα 40 ίσα μέρη ενός όλου

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.