τερψιλαρύγγιος


τερψιλαρύγγιος
Προφορά

Ετυμολογία
τερψιλαρύγγιος τέρπω + λάρυγξ, -υγγος

Ερμηνεία
επίθετο┘ τερψιλαρύγγιος -α, -ο

✦ που ευχαριστεί τον λάρυγγα, εύγευστος, νόστιμος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.