τερτσέτο


τερτσέτο
Προφορά

Ετυμολογία
τερτσέτο └ιταλ┘terzetto

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το τερτσέτο

✦ μουσικό κομμάτι για τρία όργανα ή τρεις φωνές, τριωδία
✦ χορός με τρεις χορευτές
(μτφ. ) τριάδα φίλων ή συντρόφων της ίδιας ηθικής υποστάσεως

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.