τερπνός
Προφορά
Ετυμολογία
τερπνός αρχαία ελληνική τερπνός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ τερπνός -ή, -ό
✦ που προκαλεί τέρψη, ο ευχάριστος
✦ φρ. το τερπνόν μετά του ωφελίμου, συνδυασμός ευχαρίστησης και οφέλους
Συνώνυμα
ευφρόσυνος, ευάρεστος, απολαυστικός
Αντίθετα
δυσάρεστος, άχαρος, πικρός
Επιρρήματα
τερπνά (Κ τερπνώς)