τερματοφύλακας
Προφορά
Ετυμολογία
τερματοφύλακας τέρμα + φύλαξ• μετάφραση του └αγγλ┘όρου goalkeeper
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο τερματοφύλακας
✦ παίκτης που υπερασπίζεται το τέρμα της ομάδας του σε ορισμένες αθλοπαιδιές (ποδόσφαιρο, χειροσφαίριση, υδατοσφαίριση). Διεθνής όρος: γκολκίπερ
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–