τερματισμός


τερματισμός
Προφορά

Ετυμολογία
τερματισμός τερματίζω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο τερματισμός

✦ περάτωση, τέλειωμα
✦ σταμάτημα, διακοπή
✦ (αθλητ.) το να τερματίζει ένας αθλητής

Συνώνυμα

Αντίθετα
έναρξη, ξεκίνημα
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.