τερματίζω


τερματίζω
Προφορά

Ετυμολογία
τερματίζω μεταγενέστερη ελληνική τερματίζω

Ερμηνεία
ρήμα τερματίζω

✦ περατώνω, τελειώνω
✦ (αμτβ. αθλητ.) φτάνω στο τέρμα σε αγώνισμα δρόμου: τερμάτισε πρώτος
✦ σταματώ, διακόπτω: διαφώνησαν και τερμάτισαν τις διαπραγματεύσεις
✦ φρ. τερματίζω τη ζωή μου, αυτοκτονώ

Συνώνυμα

Αντίθετα
αρχίζω, ξεκινώ
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.