τερηδόνα
Προφορά
Ετυμολογία
τερηδόνα αρχαία ελληνική τερηδών
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η τερηδόνα
✦ έντομο που κατατρώει τα ξύλα, σαράκι
✦ πάθηση των δοντιών, που προοδευτικά καταστρέφει την αδαμαντίνη και την οδοντίνη, με αποτέλεσμα τον σχηματισμό κοιλότητας
✦ αρρώστια των σιτηρών
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–