τερερίζω
Προφορά
Ετυμολογία
τερερίζω τερερέμ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ τερερίζω
✦ παρατείνω την ψαλμωδία με τερερέμ: αρχίσανε να διαβάζουν το μνημόσυνο, τερερίζοντας τα λόγια να κερδίσουνε καιρό (Π. Πρεβελάκης)
✦ ψάλλω με τρεμουλιαστή φωνή
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–