τερατόμορφος


τερατόμορφος
Προφορά

Ετυμολογία
τερατόμορφος μεταγενέστερη ελληνική τερατόμορφος

Ερμηνεία
επίθετο┘ τερατόμορφος -η, -ο

✦ που έχει μορφή τέρατος: στα πιο φοβερά, στα πιο τερατόμορφα πράματα, στον πόλεμο λόγου χάρη (Γ. Θεοτοκάς)
✦ υπερβολικά άσχημος

Συνώνυμα

Αντίθετα
αγγελόμορφος, παγκαλόμορφος
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.