τεντώνω
Προφορά
Ετυμολογία
τεντώνω μεσαιωνική ελληνική τεντώνω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ τεντώνω
✦ τείνω, εντείνω, τσιτώνω
✦ απλώνω
✦ ανοίγω διάπλατα
✦ (μέσ.) τεντώνομαι, εκτείνομαι, ξαπλώνομαι
✦ (μτφ. ) επαίρομαι, κορδώνομαι
✦ φρ. τεντώνω τ’ αφτιά μου, ακούω προσεκτικά – τα τέντωσε, πέθανε – τεντωμένα νεύρα, μεγάλος εκνευρισμός: νεύρα τεντωμένα περιμένοντας τα νέα (Γ. Σεφέρης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–