τεντωτός


τεντωτός
Προφορά

Ετυμολογία
τεντωτός τεντώνω

Ερμηνεία
επίθετο┘ τεντωτός -ή, -ό

✦ απλωμένος, τεντωμένος

Συνώνυμα

Αντίθετα
χαλαρός
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.