τενεκές


τενεκές
Προφορά

Ετυμολογία
τενεκές └τουρκ┘teneke

Ερμηνεία
τενεκές

✦ ο λευκοσίδηρος
✦ δοχείο από λευκοσίδηρο
(μτφ. ) άνθρωπος τιποτένιος: φρ. τενεκές ξεγάνωτος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.