τεμπελιάζω


τεμπελιάζω
Προφορά

Ετυμολογία
τεμπελιάζω τεμπελιά

Ερμηνεία
ρήμα τεμπελιάζω

✦ κατέχομαι ή κυριεύομαι από τεμπελιά, από νωθρότητα
✦ είμαι αργόσχολος

Συνώνυμα

Αντίθετα
δουλεύω, κοπιάζω
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.