τεμπελιά
Προφορά
Ετυμολογία
τεμπελιά τεμπέλης
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η τεμπελιά
✦ η κατάσταση ή διάθεση του τεμπέλη, οκνηρία, νωχέλεια, νωθρότητα: δεν έχω κέφι για δουλειά, πάλι με δέρνει τεμπελιά (Γ. Σουρής)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
φιλεργία, φιλοπονία
Επιρρήματα
–