τελωνειακός


τελωνειακός
Προφορά

Ετυμολογία
τελωνειακός τελωνείον

Ερμηνεία
επίθετο┘ τελωνειακός -ή, -ό

✦ ο του τελωνείου, ο σχετικός με τα τελωνεία: τελωνειακή υπηρεσία
✦ (ως ουσ.) τελωνειακός, υπάλληλος του τελωνείου

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.