τελωνείο
Προφορά
Ετυμολογία
τελωνείο μεσαιωνική ελληνική τελωνεῖον
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το τελωνείο
✦ δημόσια υπηρεσία αρμόδια για την είσπραξη των εισαγωγικών και εξαγωγικών δασμών
✦ το οίκημα όπου εδρεύει η υπηρεσία αυτή
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–