τελειώνω
Προφορά
Ετυμολογία
τελειώνω αρχαία ελληνική τελειόω-ῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ τελειώνω
✦ φέρω κάτι σε τέλος, περατώνω
✦ εξαντλώ, ξοδεύω ως το τέλος
✦ (αμτβ.) περατώνομαι
✦ εξαντλούμαι: τελειώσανε τα λεφτά
✦ (μτφ. ) αποκάνω
✦ (για άρρωστο) πεθαίνω
✦ φρ. τέλειωσαν τα ψέματα, είναι γεγονός, είναι βέβαιο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
αρχίζω
Επιρρήματα
–