τελειωτικός
Προφορά
Ετυμολογία
τελειωτικός μεταγενέστερη ελληνική τελειωτικός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ τελειωτικός -ή, -ό
✦ που τελειώνει, ολοκληρώνει κάτι: και στην τελειωτική τη μάχη, οπού εσαρώθη ο φοβερός στρατός (Κ. Καβάφης)
✦ οριστικός, ανέκκλητος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
προσωρινός, παροδικός, εφήμερος
Επιρρήματα
τελειωτικά (Κ τελειωτικώς)