τελειοθήρας
Προφορά
Ετυμολογία
τελειοθήρας τέλειος + θήρα (= κυνήγι)
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό ή θηλυκό┘ ο, η τελειοθήρας
✦ αυτός που επιδιώκει, που επιζητεί την τελειότητα, που επιθυμεί να γίνονται όλα τέλεια: διέθετε πρόγραμμα ελκυστικό, μαέστρο τελειοθήρα (Ελευθεροτυπία)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–