τελεία


τελεία
Προφορά

Ετυμολογία
τελεία αρχαία ελληνική τελεία (ενν. στιγμή), └θηλ┘ του επιθέτου τέλειος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η τελεία

✦ το σημείο στίξης (.) που σημειώνεται στο τέλος μιας φράσης με ολοκληρωμένο νόημα
✦ άνω τελεία, το σημείο στίξης (·) που σημειώνεται σε διακοπή του λόγου μικρότερη απ’ αυτήν που σημειώνεται με την τελεία
✦ διπλή τελεία ή άνω και κάτω τελεία, σημείο στίξης (:) που σημειώνεται μπροστά από τα λόγια κάποιου που γράφονται κατά λέξη και κλείνονται σε εισαγωγικά, μπροστά από μιαν απαρίθμηση, ερμηνεία, ένα επακόλουθο κτλ.
✦ φρ. τελεία και παύλα, οριστικό τέλος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.