τελάρο
Προφορά
Ετυμολογία
τελάρο └ιταλ┘telaro
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το τελάρο
✦ πλαίσιο πάνω στο οποίο τεντώνουν το κέντημα
✦ κάθε πλαίσιο, ιδ. ξύλινο
✦ κιβώτιο από ξύλο ή πλαστικό, όπου τοποθετούνται οπωρικά, καφάσι
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–