τεκτονική
Προφορά
Ετυμολογία
τεκτονική αρχαία ελληνική τεκτονική, └θηλ┘ του επιθέτου τεκτονικός
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η τεκτονική
✦ κλάδος της γεωλογίας που μελετά τις παραμορφώσεις των πετρωμάτων του φλοιού της γης
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–