τεκταίνομαι
Προφορά
Ετυμολογία
τεκταίνομαι αρχαία ελληνική τεκταίνομαι
Ερμηνεία
└ρήμα┘ τεκταίνομαι
✦ σχεδιάζω δόλια, βυσσοδομώ
✦ πληθ. ουδ. μτχ. ενεστ. τεκταινόμενα ως ουσ., τα υπούλως σχεδιαζόμενα, μηχανορραφίες
✦ (συνεκδ.) όσα διαδραματίζονται
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–