τεκμαρτός
Προφορά
Ετυμολογία
τεκμαρτός αρχαία ελληνική τεκμαρτός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ τεκμαρτός -ή, -ό
✦ που μπορεί κανείς να τον συμπεράνει, που μπορεί να προκύψει συμπερασματικά: τεκμαρτό εισόδημα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
βεβαιωμένος, αποδεδειγμένος
Επιρρήματα
–