τεκμήριο
Προφορά
Ετυμολογία
τεκμήριο αρχαία ελληνική τεκμήριον
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το τεκμήριο
✦ συμπέρασμα από γνωστά για άγνωστα
✦ (συνεκδ.) αποδεικτικό στοιχείο, πειστήριο
✦ (οικον.) στοιχείο βάσει του οποίου υπολογίζεται το φορολογητέο εισόδημα: τα αυτοκίνητα και τα σκάφη αναψυχής αποτελούν τεκμήρια για τον προσδιορισμό εισοδήματος
✦ φρ. κατά τεκμήριο, όπως συμπεραίνεται από τα δεδομένα, από τα πράγματα: άνθρωπος ώριμος, σεβάσμιος και κατά τεκμήριο μυαλωμένος (Μ. Καραγάτσης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–