τεκές


τεκές
Προφορά

Ετυμολογία
τεκές όψιμο μεσαιωνική ελληνική τεκές

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο τεκές

✦ ισλαμικό μοναστήρι: να σου μιλήσω για τον τούρκικο τεκέ, το ξωμονάστηρο με τον ένα ασκητή (Π. Πρεβελάκης)
✦ καταγώγιο όπου συχνάζουν χασισοπότες

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.