τειχομαχία
Προφορά
Ετυμολογία
τειχομαχία αρχαία ελληνική τειχομαχία
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η τειχομαχία
✦ μάχη στα τείχη ή γύρω από τα τείχη: οι Πλαταιείς, άφθαστοι στην τειχομαχία, μπόρεσαν να συγκρατήσουν όλες τις επιθέσεις του Αρχιδάμου (Άγγ. Βλάχος)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–