τείχος
Προφορά
Ετυμολογία
τείχος αρχαία ελληνική τεῖχος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το τείχος
✦ ψηλό αμυντικό κτίσμα που περιβάλλει πόλη, κτίριο ή τόπο, διαχωρίζει ή προστατεύει κάτι: τα τείχη του φρουρίου – της πόλης – των ανακτόρων
✦ μακρά τείχη, τα τείχη που συνέδεαν την Αθήνα με τον Πειραιά και το Φάληρο – το τείχος του Βερολίνου (κατασκευάστηκε το 1961 και κατεδαφίστηκε το 1989) – σινικό τείχος, αμυντικό τείχος στην Κίνα – το τείχος των δακρύων – των θρήνων, σειρές ογκολίθων που θεωρούνται λείψανα του ναού του Σολομώντα, ιερός τόπος των Ισραηλιτών
✦ (ποδόσφ.) φράγμα που σχηματίζουν οι ποδοσφαιριστές με τα σώματά τους, για να εμποδίσουν την μπάλα να κατευθυνθεί στην εστία τους
✦ (μτφ. ) εμπόδιο
✦ φρ. τείχος σιωπής, αποφυγή συζητήσεων για ένα θέμα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–