ταύτιση


ταύτιση
Προφορά

Ετυμολογία
ταύτιση ταυτίζω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η ταύτιση

✦ εξομοίωση ενός πράγματος με άλλο
✦ αναγνώριση της ταυτότητας ενός προσώπου ή πράγματος
✦ το να ταυτίζεται κάποιος με κάποιον άλλον: ταύτιση του θεατή με τον ήρωα του έργου

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.