ταύρος
Προφορά
Ετυμολογία
ταύρος αρχαία ελληνική ταῦρος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο ταύρος
✦ αρσενικό βόδι ικανό για αναπαραγωγή
✦ (ως κύρ. όν.) αστερισμός του ζωδιακού κύκλου
✦ πρόσωπο που έχει γεννηθεί την περίοδο που καλύπτει ο αστερισμός αυτός
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–