ταχύτητα
Προφορά
Ετυμολογία
ταχύτητα αρχαία ελληνική ταχυτής, ταχυτῆτος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η ταχύτητα
✦ η ενέργεια ή ικανότητα για γρήγορη κίνηση
✦ η κάλυψη μιας μεγάλης απόστασης σε λίγο χρόνο
✦ το να κάνει κάποιος κάτι ή το να γίνεται γρήγορα
✦ το διάστημα που διανύει κινητό σώμα στη μονάδα του χρόνου: ταχύτητα αυτοκινήτου (που υπολογίζεται σε χιλιόμετρα ανά ώρα)
✦ φρ. δύο ταχυτήτων, για να δηλώσει διαφορετικό ρυθμό ανάπτυξης και εξέλιξης την ίδια χρονική περίοδο: Ευρώπη δύο ταχυτήτων – Πανεπιστήμια δύο ταχυτήτων
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–