ταχυφημία


ταχυφημία
Προφορά

Ετυμολογία
ταχυφημία ταχύς + φημί (= λέγω)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η ταχυφημία

(ιατρ.) διαταραχή της ομιλίας κατά την οποία παρατηρείται επιτάχυνση κατά παροξυσμούς, με αποτέλεσμα να καθίσταται ακατάληπτη

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.