ταχυδρομικός


ταχυδρομικός
Προφορά

Ετυμολογία
ταχυδρομικός ταχυδρόμος

Ερμηνεία
επίθετο┘ ταχυδρομικός -ή, -ό

✦ ο σχετικός με το ταχυδρομείο και τη διεξαγωγή της σχετικής υπηρεσίας του: ταχυδρομικό γραφείο – ταχυδρομική άμαξα
✦ ο αποστελλόμενος με το ταχυδρομείο: ταχυδρομική επιταγή
✦ ταχυδρομικός (ο, η), υπάλληλος ταχυδρομείου
✦ τα ταχυδρομικά ως ουσ., τα τέλη της αποστολής με το ταχυδρομείο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
ταχυδρομικώς, με το ταχυδρομείο

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.