ταχυδρομείο
Προφορά
Ετυμολογία
ταχυδρομείο ταχυδρόμος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το ταχυδρομείο
✦ δημόσια υπηρεσία που έχει ως έργο τη μεταφορά και παράδοση στον προορισμό τους επιστολών, δεμάτων ή χρημάτων
✦ το γραφείο ή κατάστημα όπου εδρεύει η υπηρεσία αυτή
✦ το σύνολο των αντικειμένων που αποστέλλονται μέσω της υπηρεσίας αυτής
✦ ηλεκτρονικό ταχυδρομείο (μτφρ. του αγγλικά e(lectronic) mail) σ’ ένα δίκτυο ηλεκτρονικών υπολογιστών, η αποστολή και λήψη πληροφοριών με τη χρήση ενός τηλεπικοινωνιακού δικτύου, οι οποίες αποθηκεύονται στον ηλεκτρονικό υπολογιστή και είναι δυνατή η ανάκλησή τους στην οθόνη οποιαδήποτε στιγμή
✦ (συνεκδ.) η πληροφορία που μεταβιβάζεται με το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–