ταχυδακτυλουργός
Προφορά
Ετυμολογία
ταχυδακτυλουργός ταχύς + δάκτυλος + έργον
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό ή θηλυκό┘ ο, η ταχυδακτυλουργός
✦ ο ικανός να εκτελεί με επιδέξιες κινήσεις των χεριών απατηλά τεχνάσματα, θαυματοποιός: σαν τους ταχυδακτυλουργούς που βγάζουν από τη μύτη του διπλανού μας ένα αβγό (Γ. Σεφέρης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–