ταχυγλωσσία


ταχυγλωσσία
Προφορά

Ετυμολογία
ταχυγλωσσία ταχύγλωσσος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η ταχυγλωσσία

✦ ταχύτητα ή ευχέρεια ομιλίας |(ιατρ.) παθολογική διαταραχή της ομιλίας, που εκδηλώνεται με υπερβολικά γρήγορη εκφορά των λέξεων, ώστε να είναι δύσκολη η κατανόησή τους

Συνώνυμα

Αντίθετα
βραδυγλωσσία ,βραδυγλωσσία
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.