ταχυγένεση


ταχυγένεση
Προφορά

Ετυμολογία
ταχυγένεση ταχύς + γίγνομαι

Ερμηνεία
ταχυγένεση

✦ (Κ κ. ταχυγένεσις, -εως) (βιολ.) η επιτάχυνση της αναπτύξεως κατά την οποία παραλείπονται ή συμπτύσσονται ορισμένα στάδια της εμβρυϊκής εξελίξεως

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.