ταχογράφος


ταχογράφος
Προφορά

Ετυμολογία
ταχογράφος └αγγλ┘tachograph

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο ταχογράφος

✦ όργανο μετρήσεως και καταγραφής ταχυτήτων (αεροπλάνων, αυτοκινήτων, πλοίων κτλ.)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.