ταφόπετρα
Προφορά
Ετυμολογία
ταφόπετρα τάφος + πέτρα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η ταφόπετρα
✦ επιτάφια πλάκα
✦ (μτφ. ) τέλος: η ενοποίηση των δύο Γερμανιών αποτελεί μια πράξη συμφιλίωσης και μια ταφόπετρα στην ψυχροπολεμική ατμόσφαιρα που επικράτησε μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο (Ελευθεροτυπία)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–