ταυτόχρονος


ταυτόχρονος
Προφορά

Ετυμολογία
ταυτόχρονος το αυτό + χρόνος

Ερμηνεία
επίθετο┘ ταυτόχρονος -η, -ο

✦ που συμβαίνει την ίδια χρονική στιγμή με κάτι άλλο: ταυτόχρονη άφιξη των δύο αρχηγών

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
ταυτόχρονα (Κ ταυτοχρόνως)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.