ταυτοπάθεια


ταυτοπάθεια
Προφορά

Ετυμολογία
ταυτοπάθεια μεταγενέστερη ελληνική ταὐτοπάθεια

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η ταυτοπάθεια

✦ το να πάσχει κάποιος τα ίδια με άλλον

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.