ταυτίζω


ταυτίζω
Προφορά

Ετυμολογία
ταυτίζω μεταγενέστερη ελληνική ταυτίζω

Ερμηνεία
ρήμα ταυτίζω

✦ εξομοιώνω κάτι με άλλο: ταυτίζει την ανθρωπιά με την ελληνική φύση (Γ. Σεφέρης)
✦ (μέσ.) ταυτίζομαι είμαι ίδιος με κάτι άλλο: οι γνώμες ταυτίζονται
✦ θεωρώ, νομίζω ότι έχω τα ίδια χαρακτηριστικά, ενδιαφέροντα, αρχές, εμπειρίες κτλ. με κάποιον άλλον: ταυτίστηκε με τον ήρωα του έργου

Συνώνυμα

Αντίθετα
διαφοροποιώ
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.