ταρό
Προφορά
Ετυμολογία
ταρό └αγγλ┘tarock
Ερμηνεία
ταρό
✦ άκλ. δέσμη από παιγνιόχαρτα που είναι μεγαλύτερα από αυτά της κανονικής τράπουλας, φέρουν συμβολικές φιγούρες και χρησιμοποιούνται για χαρτοπαίγνιο ή στη χαρτομαντεία: τράπουλα ταρό – χαρτιά ταρό
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–