ταρσός


ταρσός
Προφορά

Ετυμολογία
ταρσός αρχαία ελληνική ταρσός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο ταρσός

✦ το πίσω και κάτω μέρος του ποδιού, ανάμεσα στα σφυρά και το μετατάρσιο
✦ ινώδης εσωτερική στιβάδα του βλεφάρου

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.