ταραγμένος


ταραγμένος
Προφορά

Ετυμολογία
ταραγμένος μτχ. παθ. πρκμ. του ταράζω

Ερμηνεία
ταραγμένος

✦ -η, -ο μτχ. ως επίθ. (ιδ. μτφ.) συγχυσμένος, σαστισμένος

Συνώνυμα

Αντίθετα
ήρεμος, γαλήνιος
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.